Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1912 και μέχρι και το 1925 περίπου, παρουσιάζεται στην περιοχή μια καινούργια δυσάρεστη κατάσταση, που...
Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του 1912 και μέχρι και το 1925 περίπου, παρουσιάζεται στην περιοχή μια καινούργια δυσάρεστη κατάσταση, που απασχόλησε και ταλαιπώρησε πολύ αυτόν τον ορεινό τόπο. Ήταν η περίοδος των ληστών που τράβηξε περισσότερο από μια 10ετία.
Ο λόγος δε γίνεται για τους ληστές και τις δραστηριότητες τους. Για τους θρύλους ή τα εγκλήματα τους, την ιστορία τους ή τα μυθεύματα που έπλασαν διάφοροι σεναριογράφοι. Ο λόγος γίνεται για την ταυτότητα μιας περιόδου αρκετά μεγάλης διάρκειας που επηρέαζε την προσωπική και την κοινωνική ζωή του κόσμου μιας εκτεταμένης γεωγραφικής περιοχής από τα Χάσια μέχρι και τα Πιερία και απασχόλησε στα σοβαρά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος.
Κατά την περίοδο αυτή είχε καταντήσει το πράγμα, να αποτελούν οι ληστές μια κατάσταση και να ασκούν στους ορεινούς πληθυσμούς μια μορφή εξουσίας, με δικούς τους κανόνες δικαίου. Εξουσίας που έβανε όρους και κανόνες συμπεριφοράς στους κατοίκους και απαιτούσε υπακοή και συμμόρφωση και προέβλεπε αυστηρές ποινές για τους παραβάτες. Μετρημένες ήταν οι ποινές, χωρίς μεγάλη διαβάθμιση. Εξαναγκασμός σε αυτοεξορία ή φόνος. Μικρό ή μεγάλο ήταν το λάθος σου απέναντι τους η ποινή ήταν σκληρή. Και από την ώρα που το αποφάσιζαν τίποτα δεν μπορούσε να σε γλιτώσει. Όσο κι' αν φυλάγονταν ο φταίχτης, όσο κι' αν κρύβονταν, κάπου σε κάποιο μονοπάτι θα τον έβρισκε το κακό.
Από την άλλη μεριά η επίσημη του κράτους εξουσία, που μόλις είχε κάνει την παρουσία της στον τόπο αυτό, απαιτούσε με αυστηρότητα την υποταγή των πληθυσμών στην έννομη τάξη. Μεταξύ άλλων απαγόρευε στους χωρικούς να έρχονται σε επαφή με τους ληστές. Ποιος όμως μπορούσε να εμποδίσει τους ληστές να έρχονται σε επαφή με τους χωρικούς; Κι' ακόμα ζητούσαν από τους χωρικούς να αναφέρουν οτιδήποτε έπεφτε στην αντίληψη τους που αφορά τους ληστές και να το καταδίδουν, ενώ από την πλευρά των ληστών υπήρχε πέρα για πέρα ξεκάθαρη η προειδοποίηση, όποιος τολμούσε να καταδώσει το παραμικρό υπέγραφε την καταδίκη του χωρίς καμιά διαδικασία. Κι' εφάρμοζαν απόλυτα αυτή την προειδοποίηση οι ληστές χωρίς κανένα οίκτο και καμιά αναστολή.
Εδώ, η απαίτηση των επισήμων αρχών ήταν παρατραβηγμένη. Ήθελαν από τους χωρικούς πράγματα πολύ δύσκολα και απροσπέραστα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, απαιτούσαν από τους βασανισμένους ξωμάχους, να αγνοήσουν τη σαφή και σίγουρη απειλή των ληστών και στο όνομα της επιδιωκόμενης τάξης να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον σα σφαχτάρια, για να ευκολύνουν δήθεν το έργο της διοικητικής αρχής η οποία, επί τέλους δεν τους παρείχε την παραμικρή εγγύηση για την ασφάλεια και τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους.
Τα αποσπάσματα χωροφυλακής δεν κυνηγούσαν απ' ευθείας τους ληστές, αλλά ήθελαν δια μέσου των χωρικών να απλουστεύσουν το έργο τους. Καθιστούσαν κατά κά¬ποιον τρόπο υπεύθυνους τους χωρικούς για τη δράση των ληστών. Τους εξανάγκαζαν να κυνηγήσουν και να εξοντώσουν αυτοί τους ληστές ή το λιγότερο να βρουν διάφορους δόλιους τρόπους και να τους παραδώσουν έτοιμους αν ήταν δυνατόν στα αποσπάσματα. Και η απαίτηση αυτή και ο εξαναγκασμός στην πρακτική τους εφαρμογή έπαιρναν τη μορφή ασύγγνωστης σκληρότητας.
Η συμπεριφορά των αποσπασμάτων κατά την αναζήτηση των ληστών και οι τρόποι και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν στο ανακριτικό τους έργο ήταν ασυγχώρητης αγριότητας. Το πρώτο και κυρίαρχο μέτρο ήταν ο μέχρις αιμόπτυσης και λιποθυμιάς ξυλοδαρμός. Η μέθοδος της φάλαγγας ήταν η πιο συνήθης. Σφάδαζαν και ούρλιαζαν οι ανακρινόμενοι, αλλά οι ανακριτές χτυπούσαν ανελέητα και άντεχε η ψυχή τους μέχρι να δουν το θύμα τους σε ημιθανή κατάσταση.
Κατά τον ίδιο τρόπο γινόταν και ο λεγόμενος φρονηματισμός των κατοίκων όταν κατηγορούνταν για κάποιο, οποιοδήποτε παράπτωμα ή λάθος τους.
Έτσι οι χωριάτες βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο σκληρούς δυνάστες, που ήξεραν μόνο να δέρνουν και να τιμωρούν. Πνοή φόβου και τρόμου των λιάπηδων κατέβαινε απ' τις βουνοκορφές προς τα χωριά, ίδια πνοή φόβου ανέβαινε από τα Σέρβια στα χωριά κι' αντάμωναν εκεί οι δυο τρομακτικές πνοές κι' άπλωναν και γέμιζαν τα σπίτια και τις ψυχές των χωρικών από τους γέρους ως τα νήπια.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα ανασφάλειας και αμφοτέρωθεν κινδύνων έζησαν για χρόνια οι ορεσίβιοι αυτοί πληθυσμοί και η καθημερινή κουβέντα σε κάθε σπίτι ήταν η αναφορά στα ίδια πάντα γεγονότα των κλεφτών και της παγάνας. Ποιόν πήραν σκλάβο και ποιόν χάλασαν οι ληστές, ποιους έδειραν και ποιους πήραν για εξορία τα αποσπάσματα ήταν ή καθημερινή συζήτηση των χωρικών και τα μικρά παιδιά αφουγκράζονταν και γέμιζε η ψυχή τους από αγωνία και φόβο, καθώς μάλιστα δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που σαν όμηροι χρησιμοποιούνταν τα παιδιά.
Για όλη αυτή τη θλιβερή κατάσταση δεν ήταν άμοιρο το κράτος. Δεν είναι σίγουρο αν αυτοί που στάλθηκαν εδώ για να πλαισιώσουν τις τοπικές αρχές κατάλαβαν τι ήρθαν να κάνουν. Δεν ήρθαν σαν ελευθερωτές, αλλά σαν εκπορθητές και εξουσιαστές. Δεν έφερναν μαζί τους κάποια ζεστή πνοή του νότου, που τόσο την περίμεναν οι ως τότε σκλαβωμένοι. Δεν έφεραν μαζί τους κάποια αισθήματα αγάπης και χαράς. Αντί να απλώσουν στους χωρικούς το χέρι για εγκάρδια χειραψία, τους πρόταξαν το πυροβόλο όπλο της απειλής και του τρόμου. Αντί ν' ανοίξουν τα χέρια για να αγκαλιαστούν όπως χαμένοι αδερφοί που ανταμώνουν ύστερα από μεγάλο χωρισμό και να δακρύσουν από συγκίνηση χαράς, άπλωσαν για δαρμό και για πνιγμό τα χέρια τους, κι' έτρεξε δάκρυ πίκρας και θλίψης. Μόλις που πήγαν να σηκώσουν το κεφάλι τους οι μέχρι χθες ραγιάδες και ν' ανασάνουν πια ελεύθερα, πάλι ραγιάδες τους ήθελε η νέα εξουσία και πάλι με σκυμμένο το κεφάλι.
Αλλιώς το περίμεναν το "ελληνικό" οι έρμοι κι' αλλιώς τους ήρθε. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει κι' αναρωτιόνταν μήπως και επρόκειτο για κάποιο λάθος.
Έφερε ο Βενιζέλος (έτσι τόλεγαν) στην περιοχή μας τους Κρητικούς χωροφύλακες, αγράμματους κι' απαίδευτους, τους έζωσε τ' άρματα και τα κουμπούρια και τους ξαμόλυσε στα χωριά και στην ύπαιθρο αδέσποτους να επιβάλουν, λέει, την τάξη και το Νόμο. Κι' άρχισαν το κυνηγητό και τους ξυλοδαρμούς κι' άλλες πολλές ασχήμιες και βιαιότητες.
Στην περιοχή, υπήρχε πράγματι σε κάποια έξαρση η πράξη της ζωοκλοπής. Κτηνοτροφικός ήταν ο τόπος, εκατοντάδες τα κοπάδια, εκατοντάδες χιλιάδες τα γιδοπρόβατα, γινόταν και ζωοκλοπές που ήταν κι' αυτό κατάλοιπο της τουρκοκρατίας. Όχι όμως σε τέτοια έξαρση ώστε να προκαλείται ιδιαίτερη ανησυχία στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Μια κακή συνήθεια μάλλον που έπρεπε να κατασταλεί, αλλά διαλέχτηκε ο χειρότερος τρόπος για την καταστολή. Η βία, η αγριότητα, η απειλή, ο ξυλοδαρμός, η διαπόμπευση με όλες τις δυσάρεστες προεκτάσεις.
Ανατέθηκε από τις Αστυνομικές Αρχές σε ορισμένα άτομα του κάθε χωριού, όπως αγροφύλακες κ.λ.π. η εντολή και υποχρέωση να ειδοποιούν την Αστυνομία αμέσως μόλις γινόταν ή ακουγόταν κάποια ζωοκλοπή ή παράνομη πράξη. Πράγματι στις πρώτες κι' άλας περιπτώσεις ζωοκλοπών ή αταξιών ειδοποιήθηκε η Αστυνομία. Σε κάθε τέτοια περίπτωση όμως έβγαινε στο χωριό το απόσπασμα σε αναζήτηση του ενόχου. Αλίμονο και τρισαλίμονο ο' όποιον τυχόν στρέφονταν οι υπόνοιες της κλοπής. Άρχιζε το ανακριτικό έργο, ή τιμωρία και ο παραδειγματισμός με ανελέητο ξυλοδαρμό και όλες τις σκληρότητες.
Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, μερικά παιδιά που είχαν την ατυχία να δοκιμάσουν αυτή την ανάκριση, είτε από φόβο μη ξανακατηγορηθούν, είτε από αίσθημα εκδίκησης, είτε από πληγωμένο εγωισμό, δεν άντεξαν και τράβη¬ξαν προς το βουνό, όπως γινόταν και στα χρόνια της τουρκιάς. Αυτό συνέβη σίγουρα με το Γιαγκούλα. Καταγγέλθηκε κάποια ζωοκλοπή που έγινε στο χωριό Πολύρραχο. Ήρθαν οι χωροφύλακες, η υπόνοια έπεσε στι Φώτη και ακολούθησε η γνωστή ανακριτική διαδικασία. Αυτό επαναλήφθηκε για δεύτερη φορά κι' όταν ύστερα από λίγο καιρό ακούστηκε πάλι ότι χάθηκε κάποιο μελίσσι, ο Φώτης δεν περίμενε ξανά τους χωροφύλακες. Άρπαξε ένα γκρα και ανηφόρισε προς το βουνό. Μάταια ο Δημονικόλας, όπου ήταν μπιστικός, παρακαλούσε να γυρίσει. Ο δεκαεξάχρονος τότε Φώτης δεν άκουγε τίποτα. Ηξερε πως σε λίγο θα τον αναζητούσαν οι χωροφύλακες. Και πράγματι ήρθαν και τον αναζήτησαν και θα τον αναζητούσαν από κει και πέρα για 10 περίπου χρόνια σε βουνά και σε λαγκάδια ως πότε σκοτώθηκε στον Όλυμπο. Μέσα σ' αυτά τα 10 χρόνια όμως η περιοχή ολόκληρη συνταρά¬χθηκε. Ληστείες και χαράτσια και φονικά κι' άλλα κακά και τιμωρίες και εκτοπισμοί κι' όλες οι βιαιότητες κρατούσαν την περιοχή σε αναστάτωση. Οι ομηρίες και οι σκοτωμοί όλο και πλήθαιναν. Έδερνε ο αποσπασματάρχης Αποστόλου κι' έβριζε το Γιαγκούλα και φοβέριζε, ώσπου ο δεύτερος τον σκότωσε στην Τσαπουρνιά κι' αφόπλισε τους άντρες του. Κι' όταν ακούστηκε αυτό, ποιος από κει και πέρα να κουβεντιάσει άσχημα για το Γιαγκούλα; Ποιος μπορούσε να κρυφτεί και να γλιτώσει όταν δε γλίτωσε ο γενικός αρχηγός των αστυνομικών αποσπασμάτων που είχαν αναλάβει την φύλαξη του τόπου; Όταν ακούστηκε αυτό η σκιά του λήσταρχου γιγάντωσε και καθυπόταξε ολόκληρο το χώρο. Κι' άλλα πολλά κακά συνέβηκαν κι' οι συγγενείς και οι φίλοι του πήγαν εξορία σε μάκρυνα νησιά και πολύς κόσμος βασανίστηκε, καθώς μάλιστα και η συμπερι¬φορά των αποσπασμάτων σκλήρυνε περισσότερο.
Κάπως έτσι συνέβη μάλλον και με τα άλλα παιδιά και έχουμε στην περίοδο αυτή μια ομάδα ληστών με Γιαγκούλα, Μπαμπάνη, Γκαντάρα, Μπλαντέμη, Κατσέλη, Κάλτσα και άλλους που έδρασαν στην περιοχή αυτή για πολλά χρόνια και έβαλαν τον τόπο σε οδυνηρές περιπέτειες και δοκιμασίες.
Οργανωμένα αποσπάσματα με επικεφαλείς αξιωματικούς βρισκόταν συνέχεια στην ύπαιθρο αναζητώντας τους ληστές και ζητούσαν από τους βοσκούς να τους μαρτυρηθούν που βρισκόταν, λες και είχαν οι ληστές μόνιμη κατοικία. Κι' αφού δε μαρτυρούσαν άρχιζε η ανάκριση και ο εξαναγκασμός με το γνωστό τρόπο.
Ο Βαγγέλης ο Γεωργακόπουλος και ο Θανάσης Μουσαφειρόπουλος, από το Πολύρραχο, δεκαεξάχρονα Παιδιά τότε, από μια τέτοια ανάκριση βγήκαν σακατεμένοι. Για καιρό πέρασαν τυλιγμένοι στις προβιές για να συνέλθουν κι' ακόμα ως τα γεράματα είχαν μια ευαισθησία στις Άλαγες του καιρού.
Οι χωρικοί δεν έβλεπαν καμιά διαφορά στη νοοτροπία, και στους σκοπούς μεταξύ χωροφυλάκων και ληστών. Σκότωναν οι μεν, μισοσκότωναν οι δε. Λεηλατούσαν οι μεν χειρότερα οι άλλοι. Σφαχτά, ψητά και λύτρα οι ληστές, σφαχτά κότες και πίτες και δώρα οι χωροφύλακες. Τα είχαν χάσει και τα είχαν μπερδέψει οι χωριάτες και δε μπορούσαν να διακρίνουν ποιο ήταν το κράτος και ποια η ανταρσία. Είχε καταντήσει να θεωρούν ολόκληροι πληθυσμοί για πιο ενάρετους και πιο συνεπείς τους ληστές από τα όργανα της τάξης.
Και ήταν και το επίσημο κράτος με τα αψυχολόγητα, άδικα και ανήθικα μέτρα της εξορίας και του εξοντωμού. Υποτιθέμενοι φίλοι των ληστών και συγγενείς μέχρι και του 4ου βαθμού, άνδρες και γυναίκες εκτοπίζονταν και στέλνονταν σε μάκρυνα νησιά, για να εξαναγκάσουν τους ληστές να παραδοθούν, λες και οι ληστές ήταν κατηχητόπουλα και θα συγκινούνταν από τις περιπέτειες των συγγενών. Η παπαδιά του Παπαδημήτρη στο Πολύρραχο, πρωταξαδέρφη του Γιαγκούλα, μάνα με 8 παιδιά, ειδοποιήθηκε για εξορία. Ο Παπαδημήτρης τόβαλε στις παρακλήσεις και στις προσευχές και πάνω που έκανε μια παράκληση, λαβώθηκε ο Γιαγκούλας και πιάστηκε και γλίτωσε η παπαδιά. Όταν απέδρασε όμως ο Φώτης κι' έμαθε για τις παρακλήσεις του παπά, δε λογάριασε ούτε παπά ούτε εξαδέρφη. Με την επέμβαση και παρακλήσεις της μάνας του περιορίστηκε στην ελαφρότερη ποινή, τους εξανάγκασε σε οικογενειακή αυτοεξορία. Για μήνες αναγκάστηκαν να βρίσκονται εξόριστοι στα Σέρβια με την πολυμελή οικογένεια ώσπου να του περάσει και να επιτρέψει την επιστροφή.
Κάποτε, ύστερα από επικηρύξεις των ληστών με μεγάλα ποσά και πρόσθετα μέτρα εξοντώθηκαν ο ένας μετά τον άλλον οι ληστές, μερικοί μάλιστα και παραδόθηκαν με μέ¬τρα αμνηστίας και η οδυνηρή αυτή περίοδος τελείωσε και ελεύθερα πλέον τα παιδιά χωρίς φόβο μπορούσαν να παίζουν και οι μεγάλοι να ασχολούνται με τις δουλειές τους στην ύπαιθρο και να κοιμούνται από κει και πέρα στα σπί¬τια τους χωρίς το φόβο του ξαφνικού και όλα τα οδυνηρά και τα δυσάρεστα πέρασαν στο χώρο των αναμνήσεων...